- προφάνεια
- ἡ, Α [προφανής]το να είναι κανείς επιφανής, διακεκριμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προφανείᾳ — προφανείᾱͅ , προφάνεια eminence fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφανείας — προφανείᾱς , προφάνεια eminence fem acc pl προφανείᾱς , προφάνεια eminence fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφάνειαν — προφάνεια eminence fem acc sg προφά̱νειαν , προφαίνω bring to light aor opt act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek